- τρίδυμος
- -η, -ο / τρίδυμος, -ον, ΝΑ1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό2. τριπλός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυματρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετόνεοελλ.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοιτα τρίδυμα2. φρ. α) «τρίδυμο νεύρο»(ανατ.-φυσιολ.) εγκεφαλικό νεύρο, το οποίο αναδύεται από την προσθιοπλάγια επιφάνεια τής γέφυρας και ύστερα από βραχεία πορεία σχηματίζει το μηνοειδές γάγγλιο, από το οποίο εκπορεύονται τρεις κλάδοι, το οφθαλμικό, το άνω γναθικό και το κάτω γναθικό νεύροβ) «τρίδυμος κρύσταλλος»(κρυσταλλ.) σύνθετος κρύσταλλος που αποτελείται από τρεις απλούς κρυστάλλους τής ίδιας φύσης, οι οποίοι ανά δύο συμφύονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τους νόμους τής διδυμίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -δυμος (< θ. τού δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντά-δυμος].
Dictionary of Greek. 2013.